- υδρορόος
- ὁ, Αυδρορρόη.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + -ρόος (< ῥέω), πρβλ. δακρύ-ρροος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδρόρροια — η / ὑδρόρροια, ΝΜΑ [υδρορόος] νεοελλ. ιατρ. άφθονη εκροή υδαρούς υγρού από μια κοιλότητα τού σώματος, όπως λ.χ. εγκεφαλονωτιαίου υγρού από τη μύτη ή από το αφτί σε κατάγματα τού πρόσθιου ή τού μέσου κρανιακού βόθρου, αντίστοιχα, ή αμνιακού υγρού… … Dictionary of Greek